αντιχολερικός

αντιχολερικός
-ή, -ό
αυτός που καταπολεμά τη χολέρα: Οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης μπολιάστηκαν με αντιχολερικό εμβόλιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντιχολερικός — ή, ό ο κατάλληλος για την καταπολέμηση της χολέρας …   Dictionary of Greek

  • χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”